- καμίνευμα
- τοη κατεργασία του μετάλλου στο καμίνι, καμίνιασμα: Θέλουμε έναν καμινευτή για το καμίνευμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καμίνευμα — το [καμινεύω] η κατεργασία τού μετάλλου σε κάμινο η πύρωση ή τήξη μιας ύλης σε καμίνι, η ανθρακοποίηση ξύλων, η ασβεστοποίηση λίθων κ.λπ … Dictionary of Greek
καμίνευση — η [καμινεύω] η κατεργασία μεταλλευμάτων ή άλλων υλικών σε κάμινο, το καμίνευμα … Dictionary of Greek
καμίνιασμα — το [καμινιάζω] 1. η κατάλληλη τοποθέτηση υλικού στο εσωτερικό τού καμινιού, π.χ. κορμών δέντρων ή ασβεστολίθων για την παρασκευή ξυλανθράκων ή ασβέστη 2. το καμίνευμα* … Dictionary of Greek